- κακοπινής
- κακοπινήςfilthymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακοπινής — κακοπινής, ές (Α) υπερβολικά ρυπαρός, βδελυρός, φαύλος («κακοπινής οὐ μόνον τοῑς ἤθεσιν ἀλλὰ καὶ ἕξει», Αθήν.). επίρρ... κακοπινῶς (Α) με φαύλο τρόπο, βδελυρώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πινής (< πίνος «ακαθαρσία, λέρα»), πρβλ. αρχαιο πινής] … Dictionary of Greek
κακοπινεῖς — κακοπινής filthy masc/fem acc pl κακοπινής filthy masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπινές — κακοπινής filthy masc/fem voc sg κακοπινής filthy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπινέστατον — κακοπινής filthy masc acc superl sg κακοπινής filthy neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπινοῦς — κακοπινής filthy masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπινέστατε — κακοπινής filthy masc voc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπινέστατος — κακοπινής filthy masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπινέστερος — κακοπινής filthy masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπινέστατ' — κακοπινέστατα , κακοπινής filthy adverbial superl κακοπινέστατα , κακοπινής filthy neut nom/voc/acc superl pl κακοπινέστατε , κακοπινής filthy masc voc superl sg κακοπινέσταται , κακοπινής filthy fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)